Panos Kazantzis
ΕΛΙΑ
Κάτω από σκιά ελιάς
Πιτσιλιές από ασήμι και πράσινο
Πάνω σε χώμα καυτό
Και πέτρες σκληρές
Έχουν καιρό εδώ όσα πουλιά τη ζέστη ποθούν
Κ΄ οι θερινοί Αθηναίοι
Αναζητώντας κάτι πίσω
Μονάχα πάντα μάταια
Στο βάθος οι ίδιοι πάντα τσιμεντένιοι λόφοι
Πάγια σαν από πάντα πάνω στη πόλη
Σκόνη και κάπνα
Έπεσε
Η αναμονή δεν τελειώνει
Ολοένα ανανεώνεται
Τι θείο θέε μου δώρο
Άδωρο
Στο εγκαταλελειμμένο πίσω πλέον σπίτι
Με τα δεκάδες πορτραίτα ενοίκους του
Στην έρημη πίσω πόλη
Με τους χιλιάδες τουρίστες βραχυπρόθεσμους κατοίκους της
Σε δύο μόνο μέρες αναχωρώ πάλι
Πάνω στην ίδια πάντα γλιτσερή λαμαρίνα των πλοίων
Με τον ίδιο πάντα άδειο ορίζοντα της θάλασσας
Για το ίδιο άγνωστο, καινούργιο πάντα νησί
Με τα δύο της μάτια μονίμως να με κοιτούν
Όπως τα μάτια κάνουν
Σαν τις βουνοκορφές των νησιών που το φως σταδιακά φανερώνει
Με φανερώνουν
Όσο δεν μου το επιβεβαιώνει η ζωή
Ή ο ίδιος ο θεός
Τόσο πιο πολύ λέω να πιστεύω
Με ολοένα μεγαλύτερο σθένος
Πάνω σε άμμο καυτή
Σε βράχο σκληρό
Με το σώμα, έως και τους ώμους, μέσα στο κρύο, απόλυτα ευθύ νερό
Όσο εκείνη κοιμάται και η απόσταση σιγά σιγά την εξαφανίζει
Παίζοντας μόνος στη θάλασσα
Όπως τα παιδιά κάνουν
Κρατώντας την ανάσα
Και φτάνωντας, χτυπώντας τα πόδια, τον πυθμένα
Και εκείνη που γελάει
Σα να ήξερε
Τόσο περισσότερο λέω να πιστεύω
Σε σένα που βλέπω
Μπροστά από την κάπνα και σκόνη
Στον ορίζοντα
Από τις φωτιές που καταστρέφουν τα πάντα
Όπως οι φωτιές κάνουν
Βρίσκοντας λίγο χρόνο
Με το πορτραίτο σου για θέα
Σε γαλάζιο και πύρινο κάδρο
Με σχιστά μάτια από το φως που τυφλώνει
Πιτσιλιές στο πρόσωπο σου
Που τρεμοπαίζουν
Από τις σκιές των φύλλων της ελιάς
Που με καλύπτει

© Panos Kazantzis