Εμείς που χάσαμε την ανθρωπιά μας
Και δεν βγαίνει εύκολα η ανάσα
Περικυκλωμένοι από γκρι φως
Γειωμένες στο χώμα βαθιά ρίζες
Τον ορίζοντα κρύβουν οι πλαγιές
Θυμίζουν καμπύλες
Η θάλασσα αντιγράφει το φως
Βουλιάζουν μαζί τον κόσμο όλο στο μπλέ
Με τον ήλιο παντοτινά ψηλά
Κρυμμένο ώρες πίσω απ' τα σύννεφα
Ο άνεμος μονάχα με χαιδεύει τρυφερά
Γυμνό κλαδί που τρέμει στο χάδι
Τα δύο μου χέρια κούπα
Ξεχειλίζει από μέσα κρύο κρυστάλλινο νερό
Η μνήμη μονάχα μου κρατάει συντροφιά
Χαραγμένα σε πέτρα για πάντα ανθισμένα άνθη
Μπουκιά μπουκιά με εξαφανίζει η απουσία σου
Έχει για όλους όπως λένε ο θεός
Όπως μετρούν οι πιστοί στο κομπολόι προσευχές
Ως πόσο αντέχει ο κάκτος να περιμένει τη βροχή;
Αργά ξεψυχάει μέσα απ' τη μέρα το φώς
Είναι η απώλεια του συγκεκριμένου που στοιχιώνει το κόσμο τη νύχτα
Και οι κορμοί σε μια στιγμή φυτρώνουν άκρα από σάρκα
Και πίσω απ' τα φύλλα κοιτώ να με κοιτάς εσύ
Μισός χρόνος για ανάγκη στεγνή
Μισός για είδωλλα πλασμένα πάλι από την ίδια
Ακολουθώ τα βήμματα μου πίσω όπως ήρθα
Δίπλα δίπλα σα να περπατάμε ξανά μαζί
Αφήνω τα φώτα ανοιχτά πριν πέσω για ύπνο
Από τρόμο;
Από ελπίδα
Μήπως έρθεις και τα κλείσεις. Πριν πέσεις πλάι, εσύ